- λεπτόθριξ
- ο, η (Α λεπτόθριξ, -τριχος)βλ. λεπτότριχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεπτότριχος — η, ο και λεπτόθριξ, ο, η (Α λεπτόθριξ, τριχος και λεπτότριχος, ον) αυτός που έχει λεπτές τρίχες («λεπτότριχα... ἔθειραν», Βακχυλ.) … Dictionary of Greek